- προσηλυτιστικός
- -ή, -όαυτός που αποβλέπει στον προσηλυτισμό: Προσηλυτιστικά έντυπα. – Προσηλυτιστικά φυλλάδια κτλ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
προσηλυτιστικός — ή, ό, Ν αυτός που αναφέρεται ή αποβλέπει στον προσηλυτισμό (α. «προσηλυτιστική δράση» β. «προσηλυτιστικά βιβλία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσηλυτίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1872 στον Αν. Δ. Κυριακό] … Dictionary of Greek